καλλώπισμα

καλλώπισμα
το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω]
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλώπισμα — ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμάτων — καλλώπισμα ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσμασι — καλλώπισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσμασιν — καλλώπισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματα — καλλώπισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματι — καλλώπισμα ornament neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματος — καλλώπισμα ornament neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμωμα — κόμμωμα, τὸ (Α) [κομμώ (II)] καλλώπισμα, διακόσμηση …   Dictionary of Greek

  • ωράισμα — ίσματος, το / ὡράϊσμα, ΝΜΑ [ὡραΐζω] καθετί που εξωραΐζει, καλλώπισμα, στόλισμα …   Dictionary of Greek

  • ДАМИАН ВАТОПЕДСКИЙ — [греч. Ϫαμιανὸς Βατοπεδινός], иером., греч. мелург (нач. 3 й четв. XVII сер. 1 й четв. XVIII в.). Ссылки на муз. произведения Д. В. и их подборки встречаются во мн. греч. певч. рукописях поствизант. периода, гл. обр. кон. XVII в. и более поздних …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”